εξότου

εξότου
επίρρ. χρον., αφότου, από τότε που.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξότου — ἐξότου και ἐξ ὅτου (AM) επίρρ. αφότου, από τότε που. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ότου (πρβλ. αφότου), παράλληλος τ. τού ούτινος που είναι γεν. ενικ. τής αναφορικής αντωνυμίας όστις «όποιος»] …   Dictionary of Greek

  • BALEARES — vulgo Maiorque, et Minorque, duae insul. Maris Mediterran. ante Hispan. quarum maior, quae Orientem spectat, longa est 100. mill. pass. circuitu 380. Cuius praecipua oppida olim fuêre Palam, et Pollentia. Minor longa est 60. ambitu 150. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πατροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης της αρχαιότητας από τη Σικυώνα (5ος αι. π.Χ.), πατέρας του Δαίδαλου και του Ναυκύδη του Νεότερου. Σύμφωνα με πληροφορίες του Παυσανία, φιλοτέχνησε με τον Κάναχο τους ανδριάντες του Επικυρίδη και του Eτεονίκη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”